- ρηγόπουλο
- τοθηλ. ρηγοπούλα βασιλόπουλο, βασιλοπούλα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ρηγόπουλο — το, θηλ. ρηγοπούλα, Ν παιδί ρήγα, τέκνο βασιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρήγας + πουλο*] … Dictionary of Greek
-πουλο — ΝΜ κατάλ. υποκορ. ουδ. τής Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής η οποία προέρχεται από το ουδ. τής κατάλ. πουλος* (< λατ. pullus «νεοσσός»). Η κατάλ. αυτή απαντά αρχικά σε λ. που δηλώνουν νεοσσούς, μικρά πουλιών (πρβλ. αετό πουλο, ορνιθό πουλο), στη … Dictionary of Greek
ρηγοπούλα — η, Ν βλ. ρηγόπουλο … Dictionary of Greek